- εξηγορία
- ἐξηγορία, η (Α) [εξηγορώ]1. κραυγή, εκφώνηση («εἰσελεύσεται προσώπῳ ἱλαρῷ σὺν ἐξηγορίᾳ», ΠΔ)2. ομολογία, εξομολόγηση3. υπόσχεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξηγορία — ἐξηγορίᾱ , ἐξηγορία utterance fem nom/voc/acc dual ἐξηγορίᾱ , ἐξηγορία utterance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγορίᾳ — ἐξηγορίᾱͅ , ἐξηγορία utterance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγορίας — ἐξηγορίᾱς , ἐξηγορία utterance fem acc pl ἐξηγορίᾱς , ἐξηγορία utterance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγορίαν — ἐξηγορίᾱν , ἐξηγορία utterance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)